ἑτεροδόξων

ἑτεροδόξων
ἑτερόδοξος
differing in opinion
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CATECHETES — Graece Κατηχητὴς, in Ecclesia Constantinopolit. dignitas erat Ecclesiastica, cuius munus κατηχίζειν τὸν λαὸν καὶ πάντας ἐρχομένους ἐκ τῶ ἑτεροδόξων εἰς την` ὀρθόδοξον πίςτιν, Catechizare populum et omnes transeuntes ab Heterodoxis ad sidem veram …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… …   Dictionary of Greek

  • προσηλυτισμός — ο, Ν 1. η άμεση ή έμμεση προσπάθεια για διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση ετερόδοξων και μεταστροφής τους σε άλλο δόγμα 2. ο προσεταιρισμός κάποιου σε απόψεις, φρονήματα και ιδέες, η προσπάθεια προσέλκυσης οπαδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος +… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • αντιρρητική — Κλάδος της θεολογίας που εξετάζει τις διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές εκκλησίες, ελέγχει τις πλάνες των ετερόδοξων και αναιρεί τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις που προβάλλονται από αυτούς, ώστε να αποδεικνύονται η… …   Dictionary of Greek

  • Μενέντεθ ι Πελάγιο, Μαρθελίνο — (Marcelino Menendez y Pelayo, Σανταντέρ 1856 – 1912). Ισπανός κριτικός, φιλόλογος και ιστορικός. Σε ηλικία 22 μόλις ετών κατέλαβε την έδρα της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Ανέλαβε σύντομα τη διεύθυνση της Εθνικής βιβλιοθήκης της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”